- δια-σκορπίζω
δια-σκορπίζω, aus einander werfen, zerstreuen; Pol. 1, 47; N. T.; vgl. Ael. V. H. 13, 46.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δια-σκορπίζω, aus einander werfen, zerstreuen; Pol. 1, 47; N. T.; vgl. Ael. V. H. 13, 46.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κάνω — και κάμνω (AM κάμνω, Μ και κάνω) κατασκευάζω, δημιουργώ, φτειάχνω (α. «δεν τήν έκανες καλά τη βιβλιοθήκη» β. «οὐδ ἄνδρες νηῶν ἔνι τέκτονες, οἵ κε κάμοιεν νῆας ἐϋσσέλμους», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. επιχειρώ κάτι, προσπαθώ ή αρχίζω μια ενέργεια (α.… … Dictionary of Greek