- πρασόεις
πρασόεις, εσσα, εν, lauchartig, Opp. Hal. 1, 107.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πρασόεις, εσσα, εν, lauchartig, Opp. Hal. 1, 107.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πρασόεις — εσσα, εν, Α πρασοειδής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πράσον + κατάλ. όεις*] … Dictionary of Greek
πρασόεσσαν — πρασόεις overgrown with seaweed fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-όεις — όεσσα, όεν (Α όεις, όεσσα, όεν) παραγωγική κατάληξη πολλών επιθέτων τής οποίας αρχική μορφή θεωρείται η εις, εσσα, εν, που σχητίστηκε από ουσ. με επίθημα Fεντ (< IE * went , πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ. vant : rupa vant «όμορφος» < rupa… … Dictionary of Greek