μορτός

μορτός

μορτός (μόρος, eigtl. adj. verb. zu μείρομαι), sterbl ich, wie βροτός, Callim. frg. 271; Hesych.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μορτός — μορτός, ή, όν (Α) θνητός. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μορτός < *mrto s εμφανίζει τη συνεσταλμένη βαθμίδα *mr τής ΙΕ ρίζας *mer «πεθαίνω» και αντιστοιχεί προς τα αρχ. ινδ. marta , αβεστ. marәta «θνητός, άνθρωπος». Παράλληλα υπάρχει ο τ. βροτός < *μροτός,… …   Dictionary of Greek

  • μόρτος — μόρτος, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «μέλας, φαιός». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με το μορύσσω*] …   Dictionary of Greek

  • μορτός — mortal masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μορτόν — μορτός mortal masc acc sg μορτός mortal neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μορτοί — μορτός mortal masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • mer-4, merǝ- —     mer 4, merǝ     English meaning: to die     Deutsche Übersetzung: ‘sterben”     Note: (= mer 5 “aufgerieben become”)     Material: O.Ind. marati, máratē ‘stirbt”, Arm. meṙanim “die”, Gk. ἔμορτεν ‘starb” Hes. (compare Lith. mèris m., mìre f.… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • BRITOMARTIS — Nympha Cretensis, valde formosa, Iovis et Charmes filia, Diodoro Britona dicta. Retia ad venandum invenit, ex quo Dictynna dicta est, quod causam praebuit, ut quidam Dictynnam ac Dianam eandem esse putârint. Hesych. Βριτόμαρτις, εν Κρήτῃ ἡ… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • βροτός — βροτός, όν (AM) ως ουσ. θνητός, άνθρωπος (σε αντίθεση με τους αθανάτους ή τον θεό) αρχ. ως επίθ. «βροτός ανήρ» άνθρωπος θνητός και όχι θεός. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. απαντά ήδη στον Όμηρο (πρβλ. και άμβροτος). Πρόκειται για αιολικό τ. αντί του *βρατός <… …   Dictionary of Greek

  • μορτοβάτη — και μορτοβάτις, ἡ (Α) (για τη βάρκα τού Χάρωνος) αυτή που επιβαίνεται, που πατιέται από τους νεκρούς («μορτοβάτιν ἀνθρωποβάτιν ναῡν», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μορτός + βάτη / βάτις (< βαίνω), πρβλ. ακανθο βάτις, καται βάτις] …   Dictionary of Greek

  • μορύσσω — (Α) 1. μολύνω, λερώνω, βρομίζω 2. αναμιγνύω, ανακατώνω 3. μωλύνω*. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. μορύσσω και μόρυχος εμφανίζουν πιθ. την ετεροιωμένη βαθμίδα *mor( u ) τής ΙΕ ρίζας *mer «σκούρα χρώματα, βρόμικη κηλίδα» (με παρέκταση u ) και συνδέονται πιθ. με… …   Dictionary of Greek

  • μόρφνος — και μορφνός, ὁ (Α) 1. (για αετό) μελαψός, μαυρωπός 2. είδος αετού, πιθ. γυπαετού, με φτερά μελανόστικτα, ο μαυραετός 3. (κατά τον Ησύχ.) «μορφνός, ξανθός» 4. (κατά το λεξ. Σούδα) «σκοτεινός». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η ομοιοκαταληξία και η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”