μορτή

μορτή

μορτή, , Theil, Antheil, bes. der Antheil des colonus partiarius an dem Ertrage eines Landes, welches derselbe für einen gewissen Antheil an den Früchten bestellt, gewöhnlich der sechste Theil, VLL., nach Poll. 7, 151 richtige Leseart für μοργή. Auch μοργίον, μέτρον γῆς, πλέϑρον, Hesych. richtiger μορτίον. Dah. μορτΐτης γεωργός, colonus partiarius, neugriechisch. Vgl. ἐπίμορτος.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μορτή — part fem nom/voc sg (attic epic ionic) μορτός mortal fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μορτή — η (ΑΜ μορτή, Α δωρ. τ. μορτά, Μ και μουρτή) 1. μέρος, μερίδιο 2. (κυρίως) το συμφωνημένο ποσοστό καρπών το οποίο δίνει ο καλλιεργητής στον ιδιοκτήτη τής γης, αλλ. γεώμορο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μορ , ετεροιωμένη βαθμίδα τής ρίζας μερ τού μείρομαι*] …   Dictionary of Greek

  • μορτή — η μερίδιο του ιδιοκτήτη από την παραγωγή του κτήματος, ο επίμορτος αγρός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μοργή — (Α) μορτή. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. εσφ γρφ. τού μορτή] …   Dictionary of Greek

  • Мортиты — (μορτίτης, в новогреч. έμοριάρης, έπίμορτος) так назывались в Византийской империи крестьяне, арендовавшие земли с уплатой владельцу десятой части урожая. Название М. происходит от слова μορτη, которым еще в Древней Греции обозначалась арендная… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • αγροδότης — Ο εκμισθωτής αγροκτήματος με καταβολή από τον μισθωτή που το καλλιεργεί γεωργικού είδους (μορτή). Οι αρχαίοι Έλληνες έλεγαν α. εκείνον που έδινε άγρα, δηλαδή κυνήγι. * * * ο (Α ἀγροδότης) νεοελλ. (Νομ.) Αυτός που παραχωρεί αγροτικό κτήμα για… …   Dictionary of Greek

  • αγροληψία — Σύμφωνα με το ρωμαϊκό δίκαιο, α. είναι η μίσθωση αγροτικού κτήματος κατά την οποία το μίσθωμα για την παραχωρούμενη χρήση και κάρπωση δεν καταβάλλεται σε χρήμα, αλλά πάντοτε σε ποσοστό από τους παραγόμενους καρπούς. Ο μισθωτής αγρολήπτης… …   Dictionary of Greek

  • μείρομαι — (I) (ΑM μείρομαι) 1. (στον παθ. παρακμ. και υπερσ. ως απρόσ.) εἵμαρται, εἵμαρτο είναι πεπρωμένο, είναι (ήταν) ορισμένο από τη μοίρα («νῡν δὲ με λευγαλέῳ θανάτῳ εἵμαρτο ἁλῶναι», Ομ. Ιλ.) 2. (το θηλ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) ἡ εἱμαρμένη η μοίρα,… …   Dictionary of Greek

  • μορτίτης — ο (Μ μορτίτης) γεωργός ο οποίος καλλιεργεί ξένη γη καταβάλλοντας στον ιδιοκτήτη ένα μέρος τής εσοδείας, επίμορτος καλλιεργητής, κολλήγας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μορτή + κατάλ. ίτης (πρβλ. οπλ ίτης)] …   Dictionary of Greek

  • μόρτικος — η, ο [μόρτης] αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε μόρτη, αλήτικος, μάγκικος, αλανιάρικος («μόρτικα φερσίματα») …   Dictionary of Greek

  • πάκτωμα — (I) και πάχτωμα, το [πακτώνω (Ι)] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πακτώνω, εξασφάλιση τής σταθερότητας αντικειμένου με κατάλληλη συσκευασία, δέσιμο ή έμπηξη στο έδαφος, η στερέωση 2. (ιδίως σχετικά με πλοίο) καλαφάτισμα. (II) και πάχτωμα, το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”