μορίδιος

μορίδιος

μορίδιος, für μοιρίδιος, steht Schol. Nic. Al. 134.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μορίδιος — α, ο (Α μορίδιος, ον) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το μορίδιο βιολ. η πρώτη εμβρυϊκή μορφή, που αποτελείται από συμπαγή μάζα εμβρυϊκών κυττάρων τα οποία προέρχονται από την αυλάκωση τού γονιμοποιημένου αβγού αρχ. μορόεις*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μόρος + κατάλ …   Dictionary of Greek

  • μορίδιο — το βλ. μορίδιος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”