- μοσχευματικός
μοσχευματικός, zum Ablegen geschickt, ῥάβδος, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μοσχευματικός, zum Ablegen geschickt, ῥάβδος, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μοσχευματικός — μοσχευματικός, ή, όν (Α) [μόσχευμα] πρόσφορος, κατάλληλος στο να βλαστήσει παραφυάδες, μοσχεύματα, αρμόδιος, επιτήδειος για μόσχευση («μοσχευματική ράβδος») … Dictionary of Greek