- μοσχο-θύτης
μοσχο-θύτης, ὁ, der ein Kalb opfert, schlachtet, Sp., die auch das Verbum μοσχοϑυτέω bilden.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μοσχο-θύτης, ὁ, der ein Kalb opfert, schlachtet, Sp., die auch das Verbum μοσχοϑυτέω bilden.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κνισοθύτης — κνισοθύτης, ὁ (Μ) αυτός που κάνει θυσίες από τις οποίες αναδίδεται κνίσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κνῖσα + θύτης (< θύω [Ι]) πρβλ. μηλο θύτης, μοσχο θύτης] … Dictionary of Greek
μοσχοθύτης — μοσχοθύτης, ὁ (Α) αυτός που θυσιάζει ή σφάζει μόσχους. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοσχο + θύτης (< θύω «θυσιάζω»), πρβλ. βοο θύτης, μηλο θύτης] … Dictionary of Greek