- μοσχῆ
μοσχῆ, ἡ, = μοσχέα.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μοσχῆ, ἡ, = μοσχέα.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μοσχή — μοσχῆ, έη, ἡ (Α) (ενν. δορά) δέρμα μόσχου. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μοσχέη < μόσχος (Ι) + επίθημα έη, δηλωτικό δερμάτων ζώων (πρβ λ. κυν έη, λεοντ έη)] … Dictionary of Greek
μόσχος — I (2ος αι. π.Χ.). Συρακούσιος βουκολικός ποιητής, μιμητής του Θεόκριτου. Στον Μ. αποδίδονται διάφορα έργα, ορισμένα από τα οποία δεν πληρούν τα χαρακτηριστικά της συγγραφικής τεχνικής του. Αναμφισβήτητο έργο του αποτελεί η Ευρώπη, όπου αφηγείται… … Dictionary of Greek