- μουσο-μανία
μουσο-μανία, ἡ, leidenschaftliche Liebe zu den Musenkünsten, Plut. Symp. 7, 5.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μουσο-μανία, ἡ, leidenschaftliche Liebe zu den Musenkünsten, Plut. Symp. 7, 5.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοσμομανής — κοσμομανής, ές (Α) αυτός που νέμεται τον κόσμο με μανία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * + μανής (< μαίνομαι), πρβλ. ανδρο μανής, μουσο μανής] … Dictionary of Greek
πυθόληπτος — ον, Α αυτός που έχει καταληφθεί από πυθική μανία. [ΕΤΥΜΟΛ. < Πυθώ + ληπτος (< λαμβάνω), πρβλ. μουσό ληπτος] … Dictionary of Greek