- μουσίκτας
μουσίκτας, ὁ, der Tonkünstler, Hesych. erkl. μουσικός, ψάλτης.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μουσίκτας, ὁ, der Tonkünstler, Hesych. erkl. μουσικός, ψάλτης.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μουσικτάς — (Α) [μουσίζω] (κατά τον Ησύχ.) μουσικός … Dictionary of Greek