- μουσίζω
μουσίζω, dor. μουσίσδω, Theocr. 8, 38, lak. u. äol. μουσίδδω, Hesych., ein Instrument spielen, singen, auch im med., ἄχαριν κέλαδον μουσιζόμενος, Eur. Cycl. 487, ertönen lassen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μουσίζω, dor. μουσίσδω, Theocr. 8, 38, lak. u. äol. μουσίδδω, Hesych., ein Instrument spielen, singen, auch im med., ἄχαριν κέλαδον μουσιζόμενος, Eur. Cycl. 487, ertönen lassen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μουσίζω — μουσίζω, δωρ. τ. μουσίσδω (Α) [μούσα (Ι)] τραγουδώ ή παίζω όργανο … Dictionary of Greek
μουσίδδει — μουσίζω sing pres ind mp 2nd sg μουσίζω sing pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μουσίσδει — μουσίζω sing pres ind mp 2nd sg (doric) μουσίζω sing pres ind act 3rd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μουσιζόμενος — μουσίζω sing pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μουσίσδων — μουσίζω sing pres part act masc nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταμουσίζω — (Α) θέλγω κάποιον με άσμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + μουσίζω «τραγουδώ»] … Dictionary of Greek
μουσίσδω — (Α) (δωρ. τ.) βλ. μουσίζω … Dictionary of Greek
μουσιάζω — (Α) [μούσα (Ι)] μουσίζω* … Dictionary of Greek
μουσικεύομαι — (Α) [μουσική] 1. μουσίζω* 2. καλλιεργώ την κλίση μου προς τη μουσική … Dictionary of Greek
μουσικτάς — (Α) [μουσίζω] (κατά τον Ησύχ.) μουσικός … Dictionary of Greek
μούσα — (Αστρον.). Διεθνώς Musa 600. Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 14 Ιουνίου 1906. Το φαινόμενομέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι περίπου 13,0 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και από τον Ήλιο 10,18. * * * (I) η (ΑΜ μοῡσα, Α… … Dictionary of Greek