- μουνάξ
μουνάξ, s. das ion. μουνάξ.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μουνάξ, s. das ion. μουνάξ.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μουνάξ — (Α, Μ μονάξ) επίρρ. μεμονωμένα, χωριστά (α. «μουνὰξ ὀρχήσασθαι», Ομ. Οδ. β. «μουνὰξ κτεινομένων» αλληλοφονευομένων σε μονομαχία, Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μοῦνος, ιων. τ. τού μόνος*, πιθ. αναλογικά προς το ἅπαξ (βλ. και λ. μοναξιά)] … Dictionary of Greek
μουνάξ — singly indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονάξ — (ΑΜ) επίρ. βλ. μουνάξ … Dictionary of Greek