- μουῤῥίνη
μουῤῥίνη, ἡ, s. μοῤῥία.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μουῤῥίνη, ἡ, s. μοῤῥία.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μόρρια — και μορρία και μούρρινα, τά, ή μορρίνη και μουρρίνη, ἡ (Α) 1. πολύτιμη ύλη, είδος πορσελάνης από την οποία κατασκεύαζαν αγγεία, ποτήρια και φιάλες και την οποία έφερναν από την Ασία στη Ρώμη, πιθ. ο αχάτης 2. μίμηση γυαλιού. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται… … Dictionary of Greek