μονό-πτωτος

μονό-πτωτος

μονό-πτωτος, mit einem Falle od. Casus, Gramm.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μεσόπτωτος — μεσόπτωτος, ον (Α) φρ. «μεσόπτωτα ὀνόματα» γραμμ. ονόματα τών οποίων κλίνεται μόνο το πρώτο συνθετικό, χωρίς να αλλάζει η κατάληξή τους, όπως τίςποτε, τοιόσδε κ.ά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + πτωτός (< θ. πτω τού πίπτω, όπως στο πτῶ σις), πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • ισόπτωτος — ἰσόπτωτος, ον (Α) (για λέξεις) αυτός που έχει τον ίδιο αριθμό συλλαβών σε όλες τις πτώσεις, ισοσύλλαβος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + πτωτος (< πτώσις), πρβλ. ετερό πτωτος, μονό πτωτος] …   Dictionary of Greek

  • μονόπτωτος — η, ο (Α μονόπτωτος, ον) γραμμ. αυτός που έχει μία μόνο πτώση νεοελλ. (για ρήματα) αυτός που συντάσσεται με μία μόνο πτώση, που δέχεται ένα μόνο αντικείμενο («το ρήμα τρώω είναι μονόπτωτο, ενώ το ρήμα λέω είναι δίπτωτο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * +… …   Dictionary of Greek

  • τρίπτωτος — ον, Α αυτός που σχηματίζει τρεις μόνο πτώσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + πτωτος (< πτῶσις), πρβλ. πεντά πτωτος] …   Dictionary of Greek

  • δίπτωτος — η, ο (AM δίπτωτος, ον) 1. (για ονόματα) αυτός που έχει μόνο δύο πτωτικές καταλήξεις 2. (για ρήμα) αυτό που συντάσσεται με δύο αντικείμενα σε διαφορετικές πτώσεις («δίδωμί τινί τι, ἀκούω τινός τι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < δι * + πτωτός (πρβλ. αμετάπτωτος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”