- μονό-στεγος
μονό-στεγος, mit einem Dach oder Stockwerk, στοά, D. Hal. 3, 68.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μονό-στεγος, mit einem Dach oder Stockwerk, στοά, D. Hal. 3, 68.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ομόστεγος — η, ο (Α ὁμόστεγος, ον) αυτός που ζει κάτω από την ίδια στέγη, που συγκατοικεί με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + στεγος (< στέγη), πρβλ. μονό στεγος] … Dictionary of Greek
πολύστεγος — ον, Α αυτός που έχει πολλές στέγες, πολλά πατώματα, πολυώροφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + στεγος (< στέγη), πρβλ. μονό στεγος] … Dictionary of Greek
στρογγυλόστεγος — ον, Μ (για ναό) αυτός που έχει στρογγυλή στέγη. [ΕΤΥΜΟΛ. < στογγύλος + στεγος (< στέγη), πρβλ. μονό στεγος] … Dictionary of Greek
ταπεινόστεγος — ον, Α (κατά τον Ησύχ.) αυτός που έχει χαμηλή στέγη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταπεινός + στεγος (< στέγη), πρβλ. μονό στεγος] … Dictionary of Greek
ταυτόστεγος — ον, Μ ταὐτοστεγής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταὐτ(ο) / ταυτ(ο) * + στεγος (< στέγη), πρβλ. μονό στεγος] … Dictionary of Greek
χαλκόστεγος — η, ο / χαλκόστεγος, ον, ΝΜ αυτός που έχει χάλκινη οροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + στεγος (< στέγη), πρβλ. μονό στεγος] … Dictionary of Greek
μονόστεγος — η, ο (ΑΜ μονόστεγος, ον) αυτός που έχει μία μόνο στέγη, δηλ. έναν μόνον όροφο, μονώροφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + στεγος (< στέγη)] … Dictionary of Greek