- μονό-στομος
μονό-στομος, mit einem Munde, – mit einer Schneide, Hesych. v. σάγαρις.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μονό-στομος, mit einem Munde, – mit einer Schneide, Hesych. v. σάγαρις.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ετερόστομος — η, ο (Α ἑτερόστομος, ον) (για κοφτερά όργανα) αυτός που έχει ένα μόνο στόμα (δηλ. κόψη), αυτός που είναι κοφτερός από τη μία μόνο πλευρά, ο μονόκοπος αρχ. 1. (για άγκυρα) αυτός που έχει έναν μόνο όνυχα, δηλ. άγκιστρο, που χώνεται στον θαλάσσιο… … Dictionary of Greek
μονόστομος — η, ο (Α μονόστομος, ον) αυτός που έχει ένα μόνο στόμα ή ένα μόνο άνοιγμα, μία μόνο οπή νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μονόστομα ζωολ. γένος διγένεων τρηματωδών πλατυελμίνθων, τής οικογένειας τών μονοστομιδών, που είναι παράσιτα τών πτηνών αρχ … Dictionary of Greek