- μονό-σχημος
μονό-σχημος, von einer Gestalt, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μονό-σχημος, von einer Gestalt, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μονοσχηματώ — μονοσχηματῶ, έω (Α) είμαι απλός στον σχηματισμό, έχω έναν μόνο τύπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + σχηματῶ (< σχῆμα, ατος) μέσω ενός αμάρτυρου επιθ. *μονο σχήματος (πρβλ. μονό σχημος)] … Dictionary of Greek
μονόσχημος — μονόσχημος, ον (Α) 1. αυτός που αποτελείται από ένα μόνο σχήμα, από μία μορφή 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μονόσχημον η χρησιμοποίηση ενός μόνο σχήματος, μιας μορφής, ενός τύπου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + σχημος (< σχῆμα), πρβλ. πολύ σχημος] … Dictionary of Greek