- μονό-σκηπτρος
μονό-σκηπτρος, das Scepter allein führend, allein herrschend, μονοσκήπτροισι δ' ἐν ϑρόνοις, Aesch. Suppl. 369.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μονό-σκηπτρος, das Scepter allein führend, allein herrschend, μονοσκήπτροισι δ' ἐν ϑρόνοις, Aesch. Suppl. 369.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλόσκηπτρος — ον, Α (για βασιλιά) αυτός που αγαπά το σκήπτρο, την βασιλεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + σκηπτρος (< σκῆπτρον), πρβλ. μονό σκηπτρος] … Dictionary of Greek