μονό-χρωμος

μονό-χρωμος

μονό-χρωμος, = Vorigem, Arist. gen. anim. 5, 1.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ζωηρόχρωμος — η, ο αυτός που έχει ζωηρά χρώματα, έντονους χρωματισμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζωηρός + χρωμος (< χρώμα), πρβλ. ά χρωμος, μονό χρωμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • θαλασσόχρωμος — η, ο και θαλασσόχρους, ουν αυτός που έχει το χρώμα τής θάλασσας, γαλαζοπράσινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο * + χρωμος (< χρώμα), πρβλ. μονό χρωμος, πολύ χρωμος] …   Dictionary of Greek

  • ιδιόχρωμος — η, ο (ΑΜ ἰδιόχρωμος, ον) αυτός που έχει δικό του φυσικό χρώμα αρχ. αυτός που διατηρεί ανεξίτηλο το χρώμα του, αυτός που δεν ξεθωριάζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο * + χρωμος (< χρώμα), πρβλ. μονό χρωμος, πολύ χρωμος] …   Dictionary of Greek

  • ομόχρωμος — η, ο (ΑΜ ὁμόχρωμος, ον) αυτός που έχει τον ίδιο χρωματισμό με άλλον, ομοχρώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + χρωμος (< χρῶμα), πρβλ. μονό χρωμος, πολύ χρωμος] …   Dictionary of Greek

  • κακόχρωμος — η, ο αυτός που έχει κακό, άσχημο χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + χρωμος (< χρώμα), πρβλ. μονό χρωμος, ποικιλόχρωμος] …   Dictionary of Greek

  • ολόχρωμος — η, ο αυτός που έχει ολόκληρος το ίδιο χρώμα, μονόχρωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο) * + χρωμος (< χρώμα), πρβλ. μονό χρωμος] …   Dictionary of Greek

  • μονόχρωμος — η, ο (Α μονόχρωμος, ον) αυτός που έχει ένα μόνο χρώμα, μονοχρώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + χρωμος (< χρῶμα), πρβλ. λευκό χρωμος, πολύ χρωμος] …   Dictionary of Greek

  • αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”