- μονό-ζωστος
μονό-ζωστος, = μονόζωνος, allein, Hermesian. bei Ath. XIII, 597 b.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μονό-ζωστος, = μονόζωνος, allein, Hermesian. bei Ath. XIII, 597 b.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ζώνω — (AM ζώννυμι και ζωννύω, Μ και ζώνω) 1. (ενεργ. και μέσ.) περιβάλλω τη μέση με ζώνη, με ζωστήρα, περιζώνω ή αναρτώ κάτι από τη μέση με ζωστήρα (α. «έζωσε τη μέση του» β. «εζώστηκε το σπαθί του, τ άρματα του») 2. περικυκλώνω, περικλείω, πολιορκώ… … Dictionary of Greek