μονό-κωλος

μονό-κωλος

μονό-κωλος, eingliederig, Pflanzen von einem Schuß, Theophr.; übertr. von der Rede, περίοδος, ein aus einem Gliede bestehender Satz, Rhett.; λόγος, Plut. de educ. lib. 9. Auch = von einer Art, einseitig, φύσις, Arist. pol. 7, 7. – Bei Her. 1, 179 ist μουνόκωλον οἴκημα ein aus einer Abtheilung od. einem Stockwerke bestehendes Gebäude.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μακρόκωλος — μακρόκωλος, ον (AM) μσν. αυτός που έχει μακριά πόδια, μακροσκελής («τῶν κυνῶν ἐγκρίνουσι τοὺς μακροκώλους», Γεωπ.) αρχ. 1. (για σφενδόνα) αυτή που έχει μακρούς ιμάντες 2. (για φράσεις, προτάσεις κ.λπ.) αυτός που αποτελείται από μεγάλα κώλα, από… …   Dictionary of Greek

  • μεγαλόκωλος — μεγαλόκωλος, ον (Α) (για ακρίδα) αυτός που έχει μεγάλα σκέλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + κωλος (< κῶλον), πρβλ. μονό κωλος] …   Dictionary of Greek

  • μονόκωλος — μονόκωλος, ιων. τ. μουνόκωλος, ον (Α) 1. (για χορευτή) αυτός που χορεύει με το ένα πόδι 2. (για φυτό) αυτός που αποτελείται από έναν βλαστό 3. (για οικοδόμημα) αυτό που αποτελείται από έναν όροφο 4. (για περίοδο) αυτός που αποτελείται από ένα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”