μονό-γλωσσος

μονό-γλωσσος

μονό-γλωσσος, att. -γλωττος, einzüngig, nur eine Sprache redend, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μονόγλωσσος — και αττ. τ. μονόγλωττος, ον (Α) αυτός που μιλά μία μόνο γλώσσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * γλωσσος (< γλώσσα), πρβλ. πολύ γλωσσος] …   Dictionary of Greek

  • οκτάγλωσσος — ὀκτάγλωσσος, ον (Μ) (μόνο το ουδ. ως ουσ.) τὸ ὀκτάγλωσσον φλάμπουρο που διασχίζεται σε οκτώ γλώσσες, δηλαδή λωρίδες, γλωσσοειδείς άκρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα (βλ, λ. οκτώ) + γλωσσος (< γλῶσσα), πρβλ. επτά γλωσσος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”