- μονό-δερμος
μονό-δερμος, einhäutig, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μονό-δερμος, einhäutig, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κακόδερμος — κακόδερμος, ον (Α) αυτός που έχει κακό δέρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + δέρμος (< δέρμα), πρβλ. μονό δερμος, στερεό δερμος] … Dictionary of Greek
τετράδερμον — τὸ, ΜΑ μσν. τετράδιο, φύλλο περγαμηνής διπλωμένο στα τέσσερα αρχ. στέγασμα από διφθέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + δερμος (< δέρμα), πρβλ. μονό δερμος] … Dictionary of Greek
δέρμα — I (Ανατ.).Προστατευτικό όργανο (πάχους 0,5 4 χιλιοστών), που καλύπτει ολόκληρη την επιφάνεια του σώματος και μεταπίπτει, κατά τις φυσικές οπές του, στους βλεννογόνους. Αποτελείται από ένα λεπτό επιφανειακό στρώμα επιθηλιακού ιστού, την επιδερμίδα … Dictionary of Greek
μονόδερμος — μονόδερμος, ον (Α) (για καρπούς) αυτός που έχει ένα μόνο δέρμα, ένα περικάλυμμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + δερμος (< δέρμα)] … Dictionary of Greek