- μον-όδους
μον-όδους, οντος, mit nur einem Zahne, κόραι τρεῖς μονόδοντες, Aesch. Prom. 798.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μον-όδους, οντος, mit nur einem Zahne, κόραι τρεῖς μονόδοντες, Aesch. Prom. 798.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θηκιόδους — ο η θήκη τού δοντιού, το φατνίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηκίο, υποκορ. τού θήκη (πρβλ. φατνίο) + όδους (< οδούς «δόντι»), πρβλ. κυν όδους, μον όδους] … Dictionary of Greek
κρατερόδους — κρατερόδους, ὁ (Α) αυτός που έχει γερά, δυνατά δόντια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρατερός + ὀδούς, ὀδόντος (πρβλ. αραι όδους, μον όδους)] … Dictionary of Greek
πολυόδους — ο / πολυόδους, ὁ, ἡ, ΝΑ νεοελλ. ζωολ. γένος πρωτόγονων οξυρρυγχόμορφων χονδρόστεων ιχθύων τών γλυκών νερών τής οικογένειας πολυοδοντίδες αρχ. αυτός που έχει πολλά δόντια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ὀδούς, ὀδόντος (πρβλ. μον όδους)] … Dictionary of Greek
προόδους — οντος, ο, η, ΝΑ αυτός που πάσχει από προοδοντισμό, αυτός τού οποίου τα δόντια εξέχουν προς τα εμπρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ὀδούς, όντος (πρβλ. μον όδους)] … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
μονοπάτι — το (ΑΜ μονοπάτιον, Μ και μονοπάτιν και μονόπατον) στενό και δύσβατο δρομάκι στο ύπαιθρο ή σε ορεινή περιοχή, σχηματισμένο από τη συχνή διάβαση, στο οποίο μπορεί να βαδίζει ένας μόνο άνθρωπος ή ένα ζώο, ατραπός («τὰς δὲ δημοσίας ὁδούς καὶ τὰ… … Dictionary of Greek
μονοφυόδοντα — τα ζωολ. διαίρεση τών θηλαστικών τα οποία διατηρούν σε όλη τη ζωή τους την πρώτη τους οδοντοφυΐα και που αντιδιαστέλλονται προς τα διφυόδοντα, στα οποία η πρώτη οδοντοφυΐα παραχωρεί τη θέση της στη δεύτερη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια, λ., πρβλ. αγγλ.… … Dictionary of Greek
μονόδους — (monodon monocerus). Θηλαστικό της οικογένειας των δελφιναπτερίδων. Αναφέρεται και ως μ. ο μονόκερος. Το μήκος του θηλυκού φτάνει τα 5 μ. και του αρσενικού τα 6. Το βάρος τους φτάνει πολλές φορές τον ένα τόνο. Το κεφάλι τους είναι στρογγυλό και… … Dictionary of Greek