μονό-μοιρος

μονό-μοιρος

μονό-μοιρος, erkl. Hesych. αὐτόμοιρος.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κακόμοιρος — η, ο (AM κακόμοιρος, ον) αυτός που έχει κακή μοίρα, δυστυχής, ταλαίπωρος, κακότυχος. επίρρ... κακόμοιρα άθλια, δυστυχισμένα, με κακόμοιρο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + μοιρος (< μοῖρα), πρβλ. μονό μοιρος, ολβιό μοιρος] …   Dictionary of Greek

  • καλόμοιρος — η, ο (Μ καλόμοιρος, ον) καλότυχος, ευτυχισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + μοιρος (< μοῖρα), πρβλ. κακό μοιρος, μονό μοιρος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”