- μοιρό-κραντος
μοιρό-κραντος, von der Möre, vom Schicksal vollendet, bestimmt, ἦμαρ, Aesch. Ch. 603, ϑεσμός, Eum. 370.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μοιρό-κραντος, von der Möre, vom Schicksal vollendet, bestimmt, ἦμαρ, Aesch. Ch. 603, ϑεσμός, Eum. 370.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πυθόκραντος — ον, Α 1. αυτός που τελέστηκε ή βεβαιώθηκε από τον Πύθιο Απόλλωνα 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ πυθόκραντα οι πυθικοί χρησμοί. [ΕΤΥΜΟΛ. < Πυθώ + κραντος (< κραίνω «εκτελώ, πραγματοποιώ»), πρβλ. μοιρό κραντος] … Dictionary of Greek