- μοιρικός
μοιρικός, theilweis, im adv., procl.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μοιρικός, theilweis, im adv., procl.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μοιρικός — μοιρικός, ή, όν (ΑΜ) [μοίρα] μσν. αυτός που έχει καθοριστεί από τη μοίρα αρχ. χωρισμένος κατά γεωγραφικές μοίρες. επίρρ... μοιρικῶς (Α) κατά γεωγραφικές μοίρες … Dictionary of Greek
μοιρικός — by degrees masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοιρικά — μοιρικός by degrees neut nom/voc/acc pl μοιρικά̱ , μοιρικός by degrees fem nom/voc/acc dual μοιρικά̱ , μοιρικός by degrees fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοιρικῶν — μοιρικός by degrees fem gen pl μοιρικός by degrees masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοιρικόν — μοιρικός by degrees masc acc sg μοιρικός by degrees neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοιρικαί — μοιρικός by degrees fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοιρικοί — μοιρικός by degrees masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοιρικῆς — μοιρικός by degrees fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοιρικῇ — μοιρικός by degrees fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοιρική — μοιρικός by degrees fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοιρικήν — μοιρικός by degrees fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)