μοιρίδιος — destined masc nom sg μοιρίδιος destined masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοιρίδιος — μοιρίδιος, ία, ον, θηλ. και ος (Α) [μοίρα] 1. προσδιορισμένος από τη μοίρα, πεπρωμένος, μοιραμένος («μοιρίδιον ἆμαρ», Πίνδ.) 2. αυτός που καθορίζει τη μοίρα κάποιου («μοιρίδιοι αστέρες», Ορφ. Ύμν.) 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μοιρίδια τα… … Dictionary of Greek
μοιρίδιον — μοιρίδιος destined masc acc sg μοιρίδιος destined neut nom/voc/acc sg μοιρίδιος destined masc/fem acc sg μοιρίδιος destined neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοιριδίοισι — μοιρίδιος destined masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) μοιρίδιος destined masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοιριδίοισιν — μοιρίδιος destined masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) μοιρίδιος destined masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοιριδίου — μοιρίδιος destined masc/neut gen sg μοιρίδιος destined masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοιριδίῳ — μοιρίδιος destined masc/neut dat sg μοιρίδιος destined masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοιρίδια — μοιρίδιος destined neut nom/voc/acc pl μοιρίδιος destined neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοιρίδιοι — μοιρίδιος destined masc nom/voc pl μοιρίδιος destined masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοιριδίης — μοιρίδιος destined fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοιριδίῃ — μοιρίδιος destined fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)