μοναστικός

μοναστικός

μοναστικός, zum einsamen, bes. Mönchsleben gehörend, mönchisch, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μοναστικός — ή, ό (ΑΜ μοναστικός, ή, όν) [μοναστής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μοναστή ή αυτός που αρμόζει σε μοναχό, ο καλογερικός («η πυκνή μοναστική πόλη ξύπνησεν από τη νάρκη τού μεσημεριού», Παπαντ.) αρχ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μοναστικά ζωή… …   Dictionary of Greek

  • μοναστικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στο μοναστήρι, ο μοναχικός: Οι γονείς τον προόριζαν για τη μοναστική ζωή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Άγιον Όρος ή Άθως — Πολιτεία μοναχών (2.262 κάτ.) που άνθησε ιδιαίτερα στους βυζαντινούς χρόνους. Το Ά.Ό. είναι βουνό με άφθονα δάση (2.033 μ.), στη νότια άκρη της ανατολικής χερσονήσου της Χαλκιδικής, από το οποίο ονομάστηκε έτσι και η χερσόνησος (332,5 τ. χλμ.).… …   Dictionary of Greek

  • Θεσσαλία — I Ιστορική γεωγραφική περιοχή και περιφέρεια (13.903 τ. χλμ., 753.888 κάτ.) της ηπειρωτικής Ελλάδας. Στα Α συνορεύει με τη δυτική Μακεδονία, στα Δ με την Ήπειρο, στα Ν με τη Στερεά Ελλάδα, και στα Α βρέχεται από το Αιγαίο πέλαγος. Η Θ. διαιρείται …   Dictionary of Greek

  • monástico — (Del lat. monasticus .) ► adjetivo Del monasterio o de los monjes: ■ decidió un retiro monástico para liberarse de las tensiones. SINÓNIMO monasterial monacal * * * monástico, a (del lat. «monastĭcus») adj. De [o como de] monasterio. * * *… …   Enciclopedia Universal

  • Μετέωρα — Συγκρότημα μοναστηριών χτισμένων στην κορυφή απότομων και ξεκομμένων μεταξύ τους βράχων, διάσπαρτων σε μια έκταση περίπου τριάντα τ. χλμ., ανάμεσα στα όρη Χάσια, Αντιχάσια και Κόζιακας, του νομού Τρικάλων, στο σημείο ακριβώς, όπου ο Πηνειός… …   Dictionary of Greek

  • μετέωρος — η, ο (ΑΜ μετέωρος, ον, Α επικ. τ. μετήορος, ον, δωρ. τ. πεδάωρος, ον Μ και μέτωρος, ον) 1. αυτός που αιωρείται πάνω από το έδαφος, που βρίσκεται ή γίνεται στον αέρα, εναέριος («σκέλεά δε... κατακρέμανται μετέωρα», Ηρόδ.) 2. αυτός που βρίσκεται σε …   Dictionary of Greek

  • μονή — Βλ. λ. μοναστήρι ή μονή. * * * η (ΑΜ μονή) 1. μοναστήρι 2. τόπος διαμονής, κατάλυμα («ἐν τῇ οἰκίᾳ τοῡ πατρός μου μοναὶ πολλαί εἰσιν», ΚΔ) 3. τόπος στον οποίο μένει ή σταθμεύει κανείς προσωρινά, χάνι, πανδοχείο («τέτμηται δὲ διὰ τῶν μονῶν ἡ ὁδός» …   Dictionary of Greek

  • μονία — (I) μονία και ιων. τ. μονίη, ἡ (Α) κατάσταση ακινησίας ή αταραξίας, σταθερότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. Από την ετεροιωμένη βαθμίδα μον τού μένω* (πρβλ. μονή), κατ απόσπαση από τα σύνθ. εμμονίη καταμονίη,]. (II) μονία, ἡ (ΑΜ, Α ιων. τ. μονίη) [μόνος] το να ζει …   Dictionary of Greek

  • μοναδικός — ή, ό (ΑΜ μοναδικός, ή, όν) [μονάς] αυτός που αποτελεί μονάδα, ένας και μόνος, αποκλειστικός («το μοναδικό βιβλιοπωλείο που υπάρχει στις Καρυές δείχνει με τα βιβλία του τί είναι στο Όρος το πνεύμα», Παπαντ.) νεοελλ. (κατ επέκτ.) αυτός που είναι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”