- μονο-πώλης
μονο-πώλης, ὁ, der Alleinhändler, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μονο-πώλης, ὁ, der Alleinhändler, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αρχαιοπώλης — Έμπορος που ασχολείται με αγοραπωλησίες αρχαίων αντικειμένων κάθε είδους, συμπεριλαμβανομένων χειρογράφων και βιβλίων (κοινώς, αντικέρ). Το εμπόριο αρχαίων αντικειμένων δεν είναι σύγχρονο φαινόμενο. Κατά τους ελληνιστικούς χρόνους, στη Ρώμη και… … Dictionary of Greek
-ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… … Dictionary of Greek
ολιγοπώλιο — Μορφή αγοράς, στην οποία η προσφορά κάποιου αγαθού ή υπηρεσίας είναι συγκεντρωμένη στα χέρια λίγων, που ονομάζονται ολιγοπωλητές. Η κατάσταση παρουσιάζει μερικές όψεις ανάλογες είτε με τον τέλειο συναγωνισμό είτε με το τέλειο μονοπώλιο. Πράγματι … Dictionary of Greek
πλειοπώλιο — το, Ν (οικον.) μορφή αγοράς στην οποία εμφανίζονται πολλοί πωλητές τού ίδιου αγαθού. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλεῖον + πώλιο (< πώλης < πωλώ), πρβλ. μονο πώλιο] … Dictionary of Greek
πολυπώλιο — το, Ν (οικον.) μορφή αγοράς κατά την οποία πολλοί παραγωγοί ή κατασκευαστές διαθέτουν στην αγορά το ίδιο προϊόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πώλιο (< πώλης < πωλώ), πρβλ. μονο πώλιο] … Dictionary of Greek