- μονο-στόρθυγξ
μονο-στόρθυγξ, υγγος, aus einem Blocke geschnitzt, Priapus, Zon. 3 (VI, 22).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μονο-στόρθυγξ, υγγος, aus einem Blocke geschnitzt, Priapus, Zon. 3 (VI, 22).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μονοστόρθυγξ — μονοστόρθυγξ, υγγος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που έχει κατασκευαστεί από ένα μόνο στέλεχος, με ένα πόδι, μονοπόδαρος («τῷδε μονοστόρθυγγι Πριήπῳ, Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + στόρθυγξ «άκρο»] … Dictionary of Greek