μονο-σχημάτιστος

μονο-σχημάτιστος

μονο-σχημάτιστος, = Folgdm, Apoll. de adv. 541, 3.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μονοσχημάτιστος — μονοσχημάτιστος, ον (Α) (για το απαρέμφ.) αυτό που έχει έναν μόνο σχηματισμό, μία μορφή, έναν τύπο για όλα τα πρόσωπα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + σχηματιστός (< σχηματίζω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”