- μονο-σάνδαλος
μονο-σάνδαλος, mit einer Sandale; Apolld. 1, 9, 16; Scholl.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μονο-σάνδαλος, mit einer Sandale; Apolld. 1, 9, 16; Scholl.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κερβεροσάνδαλε — και καταντεσσάνδαλε (Α) κλητική επικλήσεως ενός χθόνιου δαίμονα στις μαγικές επωδές, δηλ. τα ξόρκια, τών Καρχηδονίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < Κέρβερος + σάνδαλος (< σάνδαλον), πρβλ. μονο σάνδαλος, χρυσο σάνδαλος] … Dictionary of Greek
χαλκοσάνδαλος — ον, Α αυτός που φορεί χάλκινα σανδάλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + σάνδαλος (< σάνδαλον), πρβλ. μονο σάνδαλος, χρυσο σάνδαλος] … Dictionary of Greek
υποσάνδαλος — ον, Μ (για υπόδημα) αυτός που μοιάζει με σανδάλι («ὑπόδημα μέλαν, ὑποσάνδαλον, δι ὅλου γυμνόν», Ιω. Λυδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + σάνδαλος (< σάνδαλον «υπόδημα»), πρβλ. μονο σάνδαλος] … Dictionary of Greek
χρυσοσάνδαλος — ον, ΜΑ, και χρυσεοσάνδαλος και χρυσεοσάμβαλος, ον, Α αυτός που φορεί χρυσά σανδάλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * < χρυσεο + σάνδαλος / σάμβαλος (< σάνδαλον / σάμβαλον), πρβλ. μονο σάνδαλος] … Dictionary of Greek
μονοσάνδαλος — και μονοσάνταλος, η, ο (Α μονοσάνδαλος, ον) αυτός που φορά ένα μόνο σανδάλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + σανδάλι(ον) (πρβλ. χρυσο σάνδαλος)] … Dictionary of Greek