μονο-φάγος

μονο-φάγος

μονο-φάγος, = μονόσιτος, Amips. Ath. I, 8 e; vgl. Plut. qu. graec. 44; bei Ar. Vesp. 923 ein komisch nach ὀψοφάγος gebildeter superl. μονοφαγίστατος, der Alles einzig u. allein ißt.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μηλοφάγος — (I) ο (Μ μηλοφάγος, ον) 1. αυτός που τρώει μήλα 2. συνεκδ. ο κήπος και γενικά ο τόπος που παράγει μήλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (Ι) + φάγος (< θ. φαγ , πρβλ. ἔ φαγ ον, αόρ. β τού ἐσθίω), πρβλ. τυρο φάγος]. (II) ο (Α μηλοφάγος, ον) νεοελλ. το αρσ.… …   Dictionary of Greek

  • μυρμηκοφάγος — Κοινή ονομασία θηλαστικών της οικογένειας των μυρμηκοφαγιδών, της τάξης των νωδών. Ο τριδάκτυλος ή χαιτοφόρος μ. (myrmecophaga tridactyla ή jubata), που ζει στην Κεντρική και Νότια Αμερική, μπορεί να φτάσει σε μήκος 2,5 μ. και βάρος 45 περίπου… …   Dictionary of Greek

  • αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • φακός — Οπτικό σύστημα από ένα οπτικό ομοιογενές διαφανές μέσο, που καταλήγει σε δυο επιφάνειες (πλευρές)· οι φ. χρησιμοποιούνται μεμονωμένοι (π.χ. μεγεθυντικοί φ.) ή ως μέρη σύνθετων οπτικών συστημάτων με σκοπό να δώσουν στον παρατηρητή μια προσιτή… …   Dictionary of Greek

  • γηφάγος — γηφάγος, ον (Α) αυτός που τρέφεται μόνο με χόρτα από τη γη, ο άπορος (Καλλίμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < γη + φάγος < (θ.) φαγ , έφαγον (αορ. β τού εσθίω)] …   Dictionary of Greek

  • μονοφάγος — ο (ΑΜ μονοφάγος, ον) αυτός που τρώει μόνος του, χωρίς άλλους («ἐπεὶ τίνα τρόπον μονοφάγος τις ὤν τὸ ἦθος, καὶ γαστρίμαργος», ΠΔ) νεοελλ. 1. αυτός που τρώει μόνο μία φορά την ημέρα 2. αυτός που τρώει μόνον ένα είδος φαγητού αρχ. 1. (το αρσ. πληθ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”