- μονο-κράτωρ
μονο-κράτωρ, ορος, ὁ, Alleinherrscher, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μονο-κράτωρ, ορος, ὁ, Alleinherrscher, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θάλασσα — Το σύνολο του όγκου του αλμυρού νερού που καλύπτει τις κοιλότητες της γήινης επιφάνειας και επιτρέπει να προβάλλουν η ηπειρωτική ξηρά και τα νησιά. Με την περιορισμένη έννοια, ο όρος υποδηλώνει ένα οποιοδήποτε, πολύ ή λίγο, ευρύ τμήμα του ίδιου… … Dictionary of Greek