μονο-κότυλος

μονο-κότυλος

μονο-κότυλος, mit einer Reihe Saugwarzen, κοτυληδών, Arist. H. A. 4, 1 Gen. an. 4, 9.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πολυκότυλος — η, ο, Ν βοτ. πολυκοτυλήδονος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κότυλος «κοτυληδόνα» (πρβλ. μονο κότυλος)] …   Dictionary of Greek

  • μονοκότυλος — η, ο (Α μονοκότυλος, ον) νεοελλ. 1. (για φυτά) αυτός που αποτελείται από μία μόνο κοτυληδόνα 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μονοκότυλα βοτ. κλάση αγγειόσπερμων φυτών που περιέχει όλα τα αγγειόσπερμα τών οποίων το έμβρυο αποτελείται από μία μόνο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”