μονο-κάλαμος

μονο-κάλαμος

μονο-κάλαμος, einhalmig, einstengelig, σῦριγξ, Ath. IV, 184 a, im Ggstz der πολυκάλαμος.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λεπτοκάλαμος — λεπτοκάλαμος, ον (AM) μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ λεπτοκάλαμον λεπτή και ψηλή κολόνα αρχ. αυτός που έχει λεπτά καλάμια. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * + κάλαμος (< καλάμι), πρβλ. μονο κάλαμος, παχυ κάλαμος] …   Dictionary of Greek

  • Επτάνησα ή Επτάνησος — Ιστορική και γεωγραφική νησιωτική περιοχή (2.307 τ. χλμ., 212.984 κάτ.) που εκτείνεται κατά μήκος των δυτικών παραλίων της Ελλάδας μέχρι τη νότια Πελοπόννησο. Περιλαμβάνει από τα Β προς τα Ν τα νησιά Κέρκυρα, Παξοί, Λευκάδα, Ιθάκη, Κεφαλονιά,… …   Dictionary of Greek

  • καλαμοβόας — καλαμοβόας, ὁ (Α) (σκωπτικά, για τον στωικό Αντίπατρο) αυτός που βοά μόνο με τη γραφίδα, δηλ. που δεν αποκρούει τα λόγια τού αντιπάλου του Καρνεάδη με τον λόγο, προφορικά, αλλά μόνο με τον κάλαμο, με τη γραφίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαμος + βόας (< …   Dictionary of Greek

  • μονοκάλαμος — μονοκάλαμος, ον (Α) 1. αυτός που έχει ένα μόνο καυλό ή στέλεχος 2. αυτός που σύγκειται από ένα μόνο καλάμι («τὴν μονοκάλαμον σύριγγα Ἕρμῆν εὑρεῑν», Αθήν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + κάλαμος] …   Dictionary of Greek

  • καλαμοϊχθύς — (Calamoichthys). Γένος πολυπτερύγων ψα ριών. Περιλαμβάνει ψάρια του γλυκού νερού με στενόμακρο σώμα, το οποίο καλύπτεται από χοντρά ρομβοειδή λέπια. Το ραχιαίο πτερύγιό του έχει μορφή σειράς αγκαθιών. Τα ψάρια αυτά είναι σαρκοφάγα, γι’ αυτό και… …   Dictionary of Greek

  • κορμός — Το φυτικό σώμα των κορμοφύτων, το οποίο περιλαμβάνει τη ρίζα, τον βλαστό και τα φύλλα. Η ρίζα στηρίζει το φυτό στο υπόστρωμα και του παρέχει νερό και θρεπτικά συστατικά, ο βλαστός φέρει τα φύλλα, τα άνθη και τους καρπούς, ενώ τα φύλλα, τέλος,… …   Dictionary of Greek

  • κόρμος — Το φυτικό σώμα των κορμοφύτων, το οποίο περιλαμβάνει τη ρίζα, τον βλαστό και τα φύλλα. Η ρίζα στηρίζει το φυτό στο υπόστρωμα και του παρέχει νερό και θρεπτικά συστατικά, ο βλαστός φέρει τα φύλλα, τα άνθη και τους καρπούς, ενώ τα φύλλα, τέλος,… …   Dictionary of Greek

  • νάρδος — Πολυετές φυτό της οικογένειας των Αγρωστιδών ή Γραμινιδών (μονοκοτυλήδονα), αυτοφυές στην Ελλάδα, σε ορεινές και αλπικές βοσκές. Η επιστημονική ονομασία του είναι νάρδος ο σφικτός. Αποκτά τη μορφή πυκνής χαμηλής πρασινόγκριζας τούφας, από την… …   Dictionary of Greek

  • ολοκάλαμος — ὁλοκάλαμος ὁ (Α) 1. πάσσαλος κατασκευασμένος ολόκληρος από καλάμι ή από ένα μόνο καλάμι 2. καλάμι πλήρως ανεπτυγμένο. [ΕΤΥΜΟΛ. < όλος + κάλαμος] …   Dictionary of Greek

  • Αμφιάραος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήρωας και μάντης, που θεοποιήθηκε και λατρευόταν ως χθόνια θεότητα σε διάφορα μέρη της Ελλάδας. Οι αρχαιότερες παραδόσεις τον αναφέρουν ως απόγονο του Μελάμποδα, ονομαστού για τα μαντικά και θρησκευτικά του χαρίσματα· νεότερες …   Dictionary of Greek

  • Λευκάδα — I Νησί (303 τ. χλμ., 20.751 κάτ.) του Ιονίου πελάγους, Β της Κεφαλονιάς και της Ιθάκης και πολύ κοντά στην ακτή της Αιτωλοακαρνανίας, από την οποία τη χωρίζει στενός (25 μ.) τεχνητός δίαυλος (διώρυγα της Λ. ή Αλεξάνδρου). Η Λ. είναι το τέταρτο σε …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”