- μονο-γένεια
μονο-γένεια, ἡ, fem. zum Folgdn, sp. D.; μουνογένεια heißt Hekate, Ap. Rh. 3, 844; Aenigm. 18 (XIV, 52).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μονο-γένεια, ἡ, fem. zum Folgdn, sp. D.; μουνογένεια heißt Hekate, Ap. Rh. 3, 844; Aenigm. 18 (XIV, 52).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιφιγένεια — Μυθολογικό πρόσωπο. Συνδέεται με τον μύθο της Άρτεμης και της Εκάτης. Κατά την αττική παράδοση, ήταν κόρη του Θησέα και της Ελένης, ο γνωστότερος όμως μύθος την παρουσιάζει ως τη μεγαλύτερη κόρη του Αγαμέμνονα και της Κλυταιμνήστρας. Σύμφωνα με… … Dictionary of Greek
Τρείς Μάγοι — Βιβλικά πρόσωπα, γνώστες της μαντικής και της αστρολογίας. Άλλοτε στην Περσία οι μάγοι αποτελούσαν χωριστή τάξη, την οποία τιμούσαν ιδιαίτερα. Οι βιβλικοί Τ.Μ. ήταν, κατά την παράδοση βασιλιάδες. Τα ονόματά τους ήταν Μελχιώρ, Γασπάρ και Μπαλτάσαρ … Dictionary of Greek
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek
εξιονθίζω — ἐξιονθίζω (Α) φρ. «ἐξιονθίζω τρίχα» αρχίζει η τριχοφυΐα μου, βγάζω τρίχες. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + *ιονθίζω (< ίονθος «πρώτα γένεια») τ. που απαντά μόνο στο παρόν σύνθετο] … Dictionary of Greek
παθογένεια — Οι μηχανισμοί, με τη βοήθεια των οποίων γεννιέται και εξελίσσεται μια νόσος και εκδηλώνονται τα συμπτώματά της σε όλα τα επίπεδα του οργανισμού, από το μοριακό έως αυτό των οργάνων και των συστημάτων του σώματος. Αν και τα αίτια των περισσότερων… … Dictionary of Greek