- μονο-δάκτυλος
μονο-δάκτυλος, einfingerig, Luc. V. H. 1, 23.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μονο-δάκτυλος, einfingerig, Luc. V. H. 1, 23.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κολοβοδάκτυλος — κολοβοδάκτυλος, ον (Α) (για πρόσ. ή για στίχους) αυτός που έχει κολοβούς δακτύλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κολοβός + δάκτυλος (πρβλ. μονο δάκτυλος, παχυ δάκτυλος)] … Dictionary of Greek
περισσοδάκτυλος — η, ο και περιττοδάκτυλος, η, ο / περισσοδάκτυλος, ον, ΝΜΑ, και αττ. τ. περιττοδάκτυλος, ον Α αυτός που έχει περισσότερα από τον κανονικό αριθμό δάκτυλα τού χεριού ή τού ποδιού («τοῑς ὄγκοις μεγάλαι καὶ περιττοδάκτυλοι», Γεωπ.) νεοελλ. (το ουδ.… … Dictionary of Greek
πλεονοδάκτυλος — ον, Α αυτός που έχει δάχτυλα περισσότερα από τον κανονικό αριθμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλείων / πλέων, πλέονος + δάκτυλος (< δάκτυλος), πρβλ. μονο δάκτυλος] … Dictionary of Greek
πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… … Dictionary of Greek
χορός — Διαδοχικές κινήσεις του σώματος για σκοπούς αποκλειστικά καλλιτεχνικούς ή τελετουργικούς ή παιχνιδιού, με προκαθορισμένη τάξη και σύμφωνα με ένα ρυθμό, που δίνεται γενικά από τη μουσική. Ο χ. είναι από τα αρχαιότερα εκφραστικά μέσα, ίσως δεύτερο… … Dictionary of Greek
List of Latin and Greek words commonly used in systematic names — Contents 1 List of words 1.1 A 1.2 B 1.3 C … Wikipedia
Liste lateinischer und griechischer Wörter in der biologischen Systematik — Die Liste lateinischer und griechischer Wörter in der biologischen Systematik dient dem Verständnis wissenschaftlicher Namen von Organismen. Die binominale Nomenklatur und einige Namen für höhere Taxa, etwa für Ordnungen, basiert überwiegend auf… … Deutsch Wikipedia
αγριάδα — Με την ονομασία αυτή είναι γνωστά τέσσερα είδη φυτών. Τα φυτά αυτά, που ανήκουν στην οικογένεια των αγρωστιδών, λέγονται επιστημονικά αγρόπτερο το έρπον, κυνόδους ο δάκτυλος, πυνικό το έρπον και δακτυλοπόα η αιμάσσουσα διγιταρία η αιματώδης. Το… … Dictionary of Greek
μονάδα — I (Μαθημ.). Στο σύνολο των πραγματικών αριθμών διακρίνουμε την θετική μονάδα (1), η οποία είναι ο μικρότερος θετικός ακέραιος αριθμός, και την αρνητική μονάδα ( 1), η οποία είναι ο μέγιστος αρνητικός ακέραιος αριθμός. Η θετική και η αρνητική μ.… … Dictionary of Greek
ολοδάκτυλος — ὁλοδάκτυλος, ον (Α) (για στίχο) αυτός που αποτελείται μόνο από δακτύλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο) * + δάκτυλος] … Dictionary of Greek
ρυθμός — Συμμετρική περιοδικότητα μέσα στον χρόνο. Στη μουσική ιδιαίτερα, τέχνη που βασικά εξελίσσεται μέσα στη διάσταση του χρόνου, ο ρ. είναι το ουσιαστικότερο συστατικό της στοιχείο –ίσως μάλιστα και να υπήρξε η πρώτη πηγή της– που γίνεται αισθητό με… … Dictionary of Greek