μονο-βάμων

μονο-βάμων

μονο-βάμων, ον, allein gehend, μέτρον, aus einem Fuße bestehend, Simm. ovum (XV, 27).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τριτοβάμων — όνος, ὁ, ἡ Α φρ. «τριτοβαμονος βάκτρου» με το μπαστούνι που είναι σαν τρίτο πόδι (Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίτος + βάμων (< βαίνω), πρβλ. μονο βάμων] …   Dictionary of Greek

  • μονοβάμων — μονοβάμων, ον (Α) 1. αυτός που βαδίζει μόνος 2. (για στίχο) αυτός που σύγκειται από έναν μόνο πόδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + βάμων (< βαίνω), πρβλ. αιθερο βάμων] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”