- μονο-λεχής
μονο-λεχής, ές, = μονόκοιτος; Plut. de ad. et am. discr. 20, von der Frau, neben φίλανδρος; – διαζυγία, Rufin. 25 (V, 9); κοῖται, Strat. 68 (XII, 226).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μονο-λεχής, ές, = μονόκοιτος; Plut. de ad. et am. discr. 20, von der Frau, neben φίλανδρος; – διαζυγία, Rufin. 25 (V, 9); κοῖται, Strat. 68 (XII, 226).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ισολεχής — ἰσολεχὴς, ές (Α) αυτός που έχει την ίδια κλίνη με κάποιον άλλο, όμόκοιτος*, ὁμόλοχος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + λεχής (< λέχος «κρεβάτι»), πρβλ. απειρο λεχής, μονο λεχής] … Dictionary of Greek
νεηλεχής — νεηλεχής, ές (Μ) αυτός που νυμφεύθηκε πρόσφατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)* + λεχής (< λέχος) πρβλ. κοινο λεχής, μονο λεχής. Το η τού τ. οφείλεται σε μετρικούς λόγους] … Dictionary of Greek