- μονο-λέκιθος
μονο-λέκιθος, mit einem Dotter, ᾠόν, Schol. Eur. Or. 465.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μονο-λέκιθος, mit einem Dotter, ᾠόν, Schol. Eur. Or. 465.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ζωικός πόλος — Ζ.π. χαρακτηρίζεται η περιοχή του ωαρίου στην οποία βρίσκεται ο θηλυκός πυρήνας, σε αντιδιαστολή προς τον φυτικό πόλο στον οποίο συγκεντρώνονται τα τροφικά συστατικά του ωαρίου, από τα οποία το σημαντικότερο είναι η λέκιθος. Είναι προφανές ότι ο… … Dictionary of Greek
κρόκος — (Βοτ.). Βολβόρριζη πόα της οικογένειας των ιριδιδών (μονοκοτυλήδονα), η επιστημονική ονομασία της οποίας είναι Crocus sativus. Έχει κονδυλώδη βολβό, από τον οποίο εκφύονται 6 10 στενά, επιμήκη, πράσινα φύλλα, συγχρόνως με τα άνθη. Τα άνθη, 1 2… … Dictionary of Greek
δευτερόπλασμα — Το θρεπτικό μέρος του αβγού ορισμένων ζωικών ομάδων. Ονομάζεται και λέκιθος. Οι θρεπτικές ουσίες στο δ. συσσωρεύονται, συνήθως, με τη μορφή κίτρινων κόκκων που περιέχουν λιπίδια, πρωτεΐνες και γλυκογόνο. Οι κόκκοι αυτοί άλλοτε βρίσκονται… … Dictionary of Greek