- μονο-λήμματος
μονο-λήμματος, aus einem Vordersatz, λῆμμα, bestehend, λόγοι, S. Emp. adv. log. 2, 443, öfter.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μονο-λήμματος, aus einem Vordersatz, λῆμμα, bestehend, λόγοι, S. Emp. adv. log. 2, 443, öfter.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυλήμματος — ον, Α (για συλλογισμό) αυτός που αποτελείται από πολλά λήμματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + λῆμμα, ατος (πρβλ. μονο λήμματος)] … Dictionary of Greek
ομοιοκαταληξία — Ταυτότητα ήχων μεταξύ δύο ή περισσότερων λέξεων, μετά την τονιζόμενη συλλαβή. Γενικά, ο όρος αναφέρεται σε λέξεις που βρίσκονται στο τέλος δύο συνεχόμενων ή γειτονικών στίχων. Οι ο. λέγονται οξύτονες ή καταληκτικές, παροξύτονες και προπαροξύτονες … Dictionary of Greek
Φίλιπποι — Αρχαία πόλη της Μακεδονίας, ΒΔ της Καβάλας, η οποία ιδρύθηκε (με το όνομα Κρηνίδες) το 360/59 π.Χ., γνώρισε αξιόλογη ανάπτυξη στα χρόνια της μακεδονικής κυριαρχίας, έζησε και άκμασε ως ρωμαϊκή πόλη περίπου επί τρεις αιώνες, δέχτηκε πρώτη στην… … Dictionary of Greek
άγος — Όροςμε τον οποίο οι αρχαίοι Έλληνες χαρακτήριζαν το μίασμα, την κατάρα, την οργή θεού που παρακολουθεί τον ένοχο ενός εγκλήματος. Εναγείς μπορούσαν να είναι όχι μόνο άντρες ή γυναίκες, αλλά και ολόκληρες πόλεις και κράτη εξαιτίας του εγκλήματος… … Dictionary of Greek
μονολήμματος — μονολήμματος, ον (Α) (για συλλογισμό) αυτός που αποτελείται από μία μόνο πρόταση. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + λῆμμα, ατος (πρβλ. πολυ λήμματος)] … Dictionary of Greek