- μον-οίκητος
μον-οίκητος, allein bewohnt, Lycophr. 960, ἕδραι.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μον-οίκητος, allein bewohnt, Lycophr. 960, ἕδραι.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μονοίκητος — μονοίκητος, ον (Α) αυτός που κατοικείται από έναν μόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + οἰκητός < οἰκῶ (πρβλ. ευ οίκητος, ναυσ οίκητος)] … Dictionary of Greek