μολυβδικός

μολυβδικός

μολυβδικός, bleiern, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μολυβδικός — και μολιβδικός, ή, όν (Α) [μόλυβδος] μολύβδινος …   Dictionary of Greek

  • μολιβδικός — μολιβδικός, ή, όν (Α) βλ. μολυβδικός …   Dictionary of Greek

  • χαλυβδικός — και δ. γρφ. χαλυβικός, ή, όν, Α 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Χάλυβες 2. χαλύβδινος 3. το αρσ. ως ουσ. ὁ χαλυβδικός ο χάλυβας. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάλυψ, υβος. Ο τ. χαλυβδικός κατ επίδραση τού μολυβδικός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”