μολυβοῦς

μολυβοῦς

μολυβοῦς, s. μολίβεος.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μολυβούς — μολυβοῡς και μολιβοῡς, ή, οῡν (Α) μολύβδεος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μόλυβος + κατάλ. οῦς (πρβλ. χρυσ ούς)] …   Dictionary of Greek

  • μολιβούς — μολιβοῡς, ῆ, οῡν (Α) βλ. μολυβούς …   Dictionary of Greek

  • μολυβός — μολυβός, ή, όν (Μ) (για ύφασμα) αυτός που έχει το χρώμα τού μολύβδου, σκούρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μολυβούς, κατά το σχήμα απλούς: απλός] …   Dictionary of Greek

  • μόλυβδος — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Pb· ανήκει στην τέταρτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, στην πρώτη υποομάδα, έχει ατομικό αριθμό 82, ατομικό βάρος 207,21 και τέσσερα σταθερά ισότοπα, ένα από τα οποία, το Pb206, είναι το τελικό προϊόν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”