- μολύβδεος
μολύβδεος, zsgzgn μολυβδοῦς, ῆ, οῦν, bl eiê rn; Theophr.; Luc. Iup. trag. 47 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μολύβδεος, zsgzgn μολυβδοῦς, ῆ, οῦν, bl eiê rn; Theophr.; Luc. Iup. trag. 47 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μολύβδεος — και μολίβδεος, έα, ον και συνηρ. μολυβδοῡς και μολιβδοῡς, ή, οῡν (Α) μολύβδινος, από μόλυβδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μόλυβδος + επίθημα εος (πρβλ. αργύρ εος, χρύσ εος). Ο τ. μολίβδεος < μόλιβδος] … Dictionary of Greek
μολίβδεος — μολίβδεος, έα, ον (Α) βλ. μολύβδεος … Dictionary of Greek
μολιβδούς — μολιβδοῡς, ῆ, οῡν (Α) βλ. μολύβδεος … Dictionary of Greek
μολυβδαίος — μολυβδαῑος, αία, ον (Μ) [μόλυβδος] (αντί μολύβδεος) μολύβδινος … Dictionary of Greek
μολυβδούς — μολυβδοῡς και μολιβοῦς, ῆ, οῡν (Α) βλ. μολύβδεος … Dictionary of Greek
μολυβούς — μολυβοῡς και μολιβοῡς, ή, οῡν (Α) μολύβδεος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μόλυβος + κατάλ. οῦς (πρβλ. χρυσ ούς)] … Dictionary of Greek
μόλυβδος — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Pb· ανήκει στην τέταρτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, στην πρώτη υποομάδα, έχει ατομικό αριθμό 82, ατομικό βάρος 207,21 και τέσσερα σταθερά ισότοπα, ένα από τα οποία, το Pb206, είναι το τελικό προϊόν… … Dictionary of Greek