μοίχιος

μοίχιος

μοίχιος, = Vorigem, λέκτρα, Agath. 3 (V, 302).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μοίχιος — μοίχιος, ία, ον (Α) [μοιχός] μοιχικός, αυτός που σχετίζεται με πράξη μοιχείας ή που γεννήθηκε με μοιχεία …   Dictionary of Greek

  • μοιχίαις — μοίχιος fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοίχια — μοίχιος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοιχία — μοιχίᾱ , μοίχιος fem nom/voc/acc dual μοιχίᾱ , μοίχιος fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοιχίας — μοιχίᾱς , μοίχιος fem acc pl μοιχίᾱς , μοίχιος fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοιχιαίος — μοιχιαῑος, αία, ον (Α) μοιχικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοίχιος + αῖος] …   Dictionary of Greek

  • μοιχός — ο (ΑΜ μοιχός) αυτός που διαπράττει μοιχεία μσν. 1. αυτός που συνευρίσκεται με κοπέλα μικρής ηλικίας, διαφθορέας 2. αυτός που παραποιεί, που διαστρέφει κάτι μσν. αρχ. (για αρσενοκοιτία) εραστής, επιβήτορας αρχ. 1. αυτός που λατρεύει τα είδωλα,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”