μον-ώνυχος

μον-ώνυχος

μον-ώνυχος, = Vorigem, Geop.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πολυώνυχος — ον, Α 1. (για πουλιά) αυτός που έχει πολλά νύχια 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ πολυώνυχα τα θηλαστικά που έχουν διχοτομημένη οπλή, σε αντίθεση με όσα είναι μονώνυχα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ώνυχος (< ὄνυξ, υχος «νύχι»), πρβλ. μον ώνυχος. Το ω… …   Dictionary of Greek

  • μονώνυχος — η, ο και μώνυχος, η, ο (ΑΜ μονώνυχος, ον και μώνυχος, ον, Α και μώνυξ, υχος, ὁ, ἡ, τὸ, Μ και μονώνυξ, υχος, ὁ, ἡ) (για ζώα) αυτός που έχει ένα νύχι ή μια χηλή, μονόχηλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + ωνυχος / ωνυξ (< ὄνυξ, ὄνυχος «νύχι»). Οι τ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”