μον-ῳδία

μον-ῳδία

μον-ῳδία, , der Einzelgesang, das Alleinsingen; Ar. Ran. 848. 942; Plat. neben συναυλία, Legg. VI, 765 a; Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τετραωδία — η, Ν ωδική σύνθεση η οποία εκτελείται από τέσσερεις διαφορετικές φωνές, αλλ. τετραφωνία, κν. κουαρτέτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + ωδία (< ωδός < ωδή), πρβλ. μον ωδία. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”